ἀκροθιγής

ἀκροθιγής
ἀκρο-θῐγής, ές,
A touching on surface, touching the lips,

φίλημα AP 12.68

(Mel.): metaph.,

ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1

. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph.,

ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26

, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακροθιγής — ές (Α ἀκροθιγής) 1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος 2. επίρρ. ακροθιγώς α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια νεοελλ. αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • ἀκροθιγῆ — ἀκροθιγής touching on surface neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκροθιγής touching on surface masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκροθιγής touching on surface masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγεῖς — ἀκροθιγής touching on surface masc/fem acc pl ἀκροθιγής touching on surface masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγές — ἀκροθιγής touching on surface masc/fem voc sg ἀκροθιγής touching on surface neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγῶς — ἀκροθιγής touching on surface adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”